περιφάκιο

περιφάκιο
το, Ν
διαφανής μεμβράνη που περιβάλλει τον κρυσταλλοειδή φακό τού ματιού και αποτελεί έκκριμμα τού επιθηλίου του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + φακός + κατάλ. -ιο(ν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταρράκτης — I (Γεωλ.). Πτώση, μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης, της υδάτινης μάζας ενός ποταμού ή χειμάρρου στα σημεία εκείνα της διαδρομής του όπου υπάρχει αισθητά απότομη υψομετρική διαφορά στην κοίτη. Ο σχηματισμός ενός κ. οφείλεται σε πολλαπλές αιτίες.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”